- παννόητος
- -ον, Α(για τον Θεό) αυτός που νοείται από όλους, ο καθολικώς εννοούμενος, αυτός που ανήκει απολύτως στον νοητό κόσμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + νοητός (< νοῶ), πρβλ. ευ-νόητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ԱՄԷՆԻՄԱՑԱԿԱՆ — ( ) NBH 1 0070 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. παννόητος omnino intelligibilis Ամենայնիւ իմանալի, դիւրաւ ճանաչելի. *Անբարբառելին, բազմաձայնն. անգիտութիւնն (այս ինքն անգիտելին), ամէնիմացականն: Իսկ ամէնիմացական դարձեալ Աստուած, ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)